πρωτοπαλλήκαρο

πρωτοπαλλήκαρο
και πρωτοπαλίκαρο, το, Ν
1. (για επαναστάτες, κλέφτες, κυρίως κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) το πρώτο, το καλύτερο παλληκάρι όλου τού σώματος μετά τον αρχηγό («να 'ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος», δημ. τραγούδι)
2. μτφ. καθένας που διακρίνεται περισσότερο από άλλους σε δραστηριότητα, τόλμη θάρρος και ευφυΐα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”