- πρωτοπαλλήκαρο
- και πρωτοπαλίκαρο, το, Ν1. (για επαναστάτες, κλέφτες, κυρίως κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) το πρώτο, το καλύτερο παλληκάρι όλου τού σώματος μετά τον αρχηγό («να 'ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος», δημ. τραγούδι)2. μτφ. καθένας που διακρίνεται περισσότερο από άλλους σε δραστηριότητα, τόλμη θάρρος και ευφυΐα.
Dictionary of Greek. 2013.